утеснительно - ορισμός. Τι είναι το утеснительно
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι утеснительно - ορισμός


утеснительно      
нареч. устар.
Соотносится по знач. с прил.: утеснительный (2).
утеснительный      
прил. устар.
1) Соотносящийся по знач. с сущ.: утеснитель, связанный с ним.
2) Ограничивающий чью-л. свободу; притесняющий, угнетающий.
утеснительный      
УТЕСН'ИТЕЛЬНЫЙ, утеснительная, утеснительное; утеснителен, утеснительна, утеснительно (·книж. ·устар. ). То же, что стеснительный
во 2 ·знач. "Как утеснительного сана приемы скоро приняла!" Пушкин.
Τι είναι утеснительно - ορισμός